θωρακίζω

θωρακίζω
(ΑΜ θωρακίζω) [θώραξ]
οπλίζω κάποιον με θώρακα, ενισχύω κάποιον με θώρακα
νεοελλ.
1. επενδύω κάτι με σιδερένιες πλάκες ή ελάσματα για να γίνει απρόσβλητο από τα βλήματα («θωρακισμένο αυτοκίνητο»)
2. προστατεύω ένα ηλεκτρικό κύκλωμα ή μια ηλεκτρική συσκευή με θωράκιση
3. μτφ. μέσ. θωρακίζομαι
προφυλάσσομαι, οπλίζομαι με κάτι («θωρακίζομαι με υπομονή»)
4. (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τα (τε)θωρακισμένα
στρατιωτικές μονάδες αρμάτων και άλλων οχημάτων οι οποίες χρησιμοποιούνται κυρίως ως τμήματα εφόδου σε χερσαίες και αμφίβιες επιχειρήσεις
μσν.-αρχ.
καλύπτω με αμυντικό οπλισμό
αρχ.
1. μέσ. θωρακίζομαι
φορώ τον θώρακα μου
2. (μτχ. παθ. παρακμ. αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ τεθωρακισμένοι
οι θωρακοφόροι, οι οπλισμένοι με θώρακα ιππείς
3. φρ. (για άγριους κάπρους) «θωρακίζουσι ἑαυτούς» — καλύπτονται με λάσπη πριν τη μάχη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θωρακίζω — θωρακίζω, θωράκισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • θωρακίζω — θωρᾱκίζω , θωρακίζω arm with a breastplate pres subj act 1st sg θωρᾱκίζω , θωρακίζω arm with a breastplate pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωρακίζω — θωράκισα, θωρακίστηκα, θωρακισμένος 1. κάνω κάτι στερεό επικαλύπτοντάς το με σιδερένιες πλάκες: Θωρακισμένο αυτοκίνητο. – Θωρακισμένα άρματα μάχης. 2. μτφ., οπλίζω, ενισχύω: Θωρακίζω το δημοκρατικό πολίτευμα. – Θωρακίστηκα με υπομονή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θωρακίζεσθε — θωρᾱκίζεσθε , θωρακίζω arm with a breastplate pres imperat mp 2nd pl θωρᾱκίζεσθε , θωρακίζω arm with a breastplate pres ind mp 2nd pl θωρᾱκίζεσθε , θωρακίζω arm with a breastplate imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεθωρακισμένα — τεθωρᾱκισμένα , θωρακίζω arm with a breastplate perf part mp neut nom/voc/acc pl τεθωρᾱκισμένᾱ , θωρακίζω arm with a breastplate perf part mp fem nom/voc/acc dual τεθωρᾱκισμένᾱ , θωρακίζω arm with a breastplate perf part mp fem nom/voc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωράκιση — ἡ 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού θωρακίζω, η επένδυση με θώρακα, η εξόπλιση 2. συνεκδ. οι πλάκες τού θώρακα, ο θώρακας πλοίου, πυροβολείου, αυτοκινήτου η άλλων χώρων και οχημάτων 3. (ηλεκτρολ.) μέθοδος παρεμπόδισης τής διάδοσης ηλεκτρικών ή… …   Dictionary of Greek

  • θωράκισμα — το [θωρακίζω] το αποτέλεσμα τού θωρακίζω …   Dictionary of Greek

  • θωρακιζόμενον — θωρᾱκιζόμενον , θωρακίζω arm with a breastplate pres part mp masc acc sg θωρᾱκιζόμενον , θωρακίζω arm with a breastplate pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωρακισθέντα — θωρᾱκισθέντα , θωρακίζω arm with a breastplate aor part pass neut nom/voc/acc pl θωρᾱκισθέντα , θωρακίζω arm with a breastplate aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωρακίζει — θωρᾱκίζει , θωρακίζω arm with a breastplate pres ind mp 2nd sg θωρᾱκίζει , θωρακίζω arm with a breastplate pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”